drudgery$23137$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

drudgery$23137$ - translation to ελληνικό

LOW-SKILLED OR UNSKILLED WORKER IN MANUAL-LABOUR OCCUPATIONS AND INDUSTRIAL WORK; USUALLY FOR A WAGE
Labourer; Laborers; Labourers; Drudgery; Manual laborer; Unskilled worker; Unskilled workers; Unskilled work; Common labor; Unskilled labourer; Unskilled wage; Labor worker; Labour worker

drudgery      
n. ελεεινή εργασία
unskilled worker         
ανειδίκευτος εργάτης

Βικιπαίδεια

Laborer

A laborer (or labourer) is a person who works in manual labor types in the construction industry workforce. Laborers are in a working class of wage-earners in which their only possession of significant material value is their labor. Industries employing laborers include building things such as roads, buildings, bridges, tunnels, and railway tracks. Laborers work with blasting tools, hand tools, power tools, air tools, and small heavy equipment, and act as assistants to other trades as well such as operators or cement masons. The 1st century BC engineer Vitruvius writes that a good crew of laborers is just as valuable as any other aspect of construction. Other than the addition of pneumatics, laborer practices have changed little. With the introduction of field technologies, the laborers have been quick to adapt to the use of this technology as being laborers' work.